καταψήφιση

καταψήφιση
η (Α καταψήφισις) [καταψηφίζω]
αποδοκιμασία με ψήφο, αρνητική ψήφος, απόρριψη
αρχ.
καταδίκη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καταψήφιση — η αποδοκιμασία με την ψήφο, μαύρισμα: Θα φάει καταψήφιση στις εκλογές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταψηφίσῃ — καταψηφίσηι , καταψήφισις voting against fem dat sg (epic) καταψηφίζομαι vote against aor subj mp 2nd sg καταψηφίζομαι vote against fut ind mp 2nd sg καταψηφίζομαι vote against aor subj mid 2nd sg καταψηφίζομαι vote against aor subj act 3rd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

  • καταψηφισμός — ο (Α καταψηφισμός) [καταψηφίζω] καταψήφιση …   Dictionary of Greek

  • μάχη — Σύγκρουση στρατιωτικών τμημάτων· αγώνας για την επίτευξη συγκεκριμένων τακτικών ή και στρατηγικών σκοπών. Οι μ. διακρίνονται σε αμυντικές, επιθετικές, εκ συναντήσεως, σε ανοιχτό πεδίο κ.ά. Αμυντική είναι η μ. όταν ο ένας από τους δύο… …   Dictionary of Greek

  • μαύρισμα — ατος, το [μαυρίζω] 1. το να γίνεται κανείς μαύρος ή να καθιστά κάτι μαύρο 2. μτφ. αρνητική ψήφος υποψηφίου σε εκλογές, καταψήφιση («έφαγε μεγάλο μαύρισμα στις εκλογές») …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • μαύρισμα — το 1. το να γίνει κανείς μαύρος: Σου πάει πολύ το μαύρισμα! 2. μτφ., καταψήφιση στις εκλογές: Έπεσε μαύρισμα στις προηγούμενες εκλογές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”